malajziano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malajziano | malajzianoj |
αιτιατική | malajzianon | malajzianojn |
malajziano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malajziano | malajzianoj |
αιτιατική | malajzianon | malajzianojn |
malajziano (eo)