mal orthographié
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mal orthographié | mal orthographiés |
θηλυκό | mal orthographiée | mal orthographiées |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mal ɔʁ.tɔ.ɡʁa.fje/
Επίθετο επεξεργασία
mal orthographié (fr)
Μετοχή επεξεργασία
mal orthographié (fr)
- μετοχή αορίστου του ρήματος mal orthographier: ανορθογραφημένος