makulaturo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | makulaturo | makulaturoj |
αιτιατική | makulaturon | makulaturojn |
makulaturo (eo)
- ο σπίλος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | makulaturo | makulaturoj |
αιτιατική | makulaturon | makulaturojn |
makulaturo (eo)