makleristo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | makleristo | makleristoj |
αιτιατική | makleriston | makleristojn |
makleristo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | makleristo | makleristoj |
αιτιατική | makleriston | makleristojn |
makleristo (eo)