Ετυμολογία

επεξεργασία
makam < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική مقام‎ (makâm) < αραβική مقام‎ (maqām) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɑˈkɑm/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ma‐kam

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
  1. τόπος, θέση που κατέχει κάποιος
     συνώνυμα: mevki
  2. (μουσική) το μακάμι στην κλασική τουρκική μουσική

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  1. makam - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν