παραθετικά
θετικός majestically
συγκριτικός more majestically
υπερθετικός most majestically

  Ετυμολογία

επεξεργασία
majestically < majestic + -ally

  Επίρρημα

επεξεργασία

majestically (en)

  • μεγαλόπρεπα
    ⮡  The Acropolis rises majestically above Athens.
    Η Ακρόπολη υψώνεται μεγαλόπρεπα πάνω από την Αθήνα.