métweet
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
métweet | métweets |
métweet (fr) αρσενικό
- (νεολογισμός) μήνυμα που στάλθηκε κατά λάθος ή που ο αποστολέας του μετάνιωσε που το έστειλε
ενικός | πληθυντικός |
métweet | métweets |
métweet (fr) αρσενικό