Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

médiatique < média

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
médiatique médiatiques

médiatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με τα ΜΜΕ, με τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, μιντιακός
  2. ευπρεπής, ευπαρουσίαστος, κυρίως στην τηλεόραση

Συγγενικά επεξεργασία