média
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- média < (άμεσο δάνειο) αγγλική mass media / media < λατινική media < medius
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
média | médias |
média (fr) αρσενικό και πληθυντικός
Δείτε επίσης : media |
ενικός | πληθυντικός |
média | médias |
média (fr) αρσενικό και πληθυντικός