luterano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | luterano | luteranoj |
αιτιατική | luteranon | luteranojn |
luterano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | luterano | luteranoj |
αιτιατική | luteranon | luteranojn |
luterano (eo)