lumjaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lumjaro | lumjaroj |
αιτιατική | lumjaron | lumjarojn |
lumjaro (eo)
- (αστρονομία) το έτος φωτός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lumjaro | lumjaroj |
αιτιατική | lumjaron | lumjarojn |
lumjaro (eo)