lounge
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lounge | lounges |
lounge (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | lounge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lounges |
αόριστος | lounged |
παθητική μετοχή | lounged |
ενεργητική μετοχή | lounging |
lounge (en)
- την αράζω, κάθομαι χαλαρός