locateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | locateur | locateurs |
θηλυκό | locatrice | locatrices |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlocateur (fr)
- αυτός που ενοικιάζει κάτι, ο κάτοχός του
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη louer
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | locateur | locateurs |
θηλυκό | locatrice | locatrices |
locateur (fr)