ενεστώτας live up
γ΄ ενικό ενεστώτα lives up
αόριστος lived up
παθητική μετοχή lived up
ενεργητική μετοχή living up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις live και up

live up (en)

  • (ακολουθείται από το to) ανταποκρίνομαι σε κάτι (π.χ. προσδοκίες, υποσχέσεις)
    he must try to live up to his promises: πρέπει να προσπαθήσει να σταθεί στο ύψος των υποσχέσεών του