liphararo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | liphararo | liphararoj |
αιτιατική | liphararon | liphararojn |
liphararo (eo)
- το μουστάκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | liphararo | liphararoj |
αιτιατική | liphararon | liphararojn |
liphararo (eo)