liniaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | liniaro | liniaroj |
αιτιατική | liniaron | liniarojn |
liniaro (eo)
- (μουσική) το πεντάγραμμο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | liniaro | liniaroj |
αιτιατική | liniaron | liniarojn |
liniaro (eo)