likeno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- likeno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | likeno | likenoj |
αιτιατική | likenon | likenojn |
likeno (eo)
- ο λειχήνας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | likeno | likenoj |
αιτιατική | likenon | likenojn |
likeno (eo)