Ετυμολογία

επεξεργασία
ligilo < lig- + -il- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ligilo ligiloj
αιτιατική ligilon ligilojn

ligilo (eo)

klaku sur la ligilo - πάτησε (κάνε κλικ) πάνω στον σύνδεσμο