ligamento
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ligamento | ligamentoj |
αιτιατική | ligamenton | ligamentojn |
ligamento (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ligamento | ligamentoj |
αιτιατική | ligamenton | ligamentojn |
ligamento (eo)