ενικός         πληθυντικός  
lifestyle lifestyles

  Ετυμολογία

επεξεργασία
lifestyle < life + style

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lifestyle (en)

  • ο τρόπος ζωής
    ⮡  I lead a sedentary lifestyle.
    Ζω καθιστική ζωή.
    ⮡  the married/professional/bachelor lifestyle - η συζυγική/επαγγελματική/εργένικη ζωή
     συνώνυμα: life
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 357. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ζωή