licence plate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
licence plate | licence plates |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαlicence plate (en)
- (ΗΒ) η πινακίδα κυκλοφορίας
ενικός | πληθυντικός |
licence plate | licence plates |
licence plate (en)