liège
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- liège < λαϊκή λατινική °levius < levis, ελαφρύς
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
liège | lièges |
liège (fr) αρσενικό
Δείτε επίσης : Liège, liégé |
ενικός | πληθυντικός |
liège | lièges |
liège (fr) αρσενικό