levkojo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | levkojo | levkojoj |
αιτιατική | levkojon | levkojojn |
levkojo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | levkojo | levkojoj |
αιτιατική | levkojon | levkojojn |
levkojo (eo)