let off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | let off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lets off |
αόριστος | let off |
παθητική μετοχή | let off |
ενεργητική μετοχή | letting off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαlet off (en)
- ρίχνω, πυροβολώ ένα όπλο ή κάνω μια βόμβα κτλ. να εκραγεί
- ⮡ I let off fireworks/a gun.
- Ρίχνω πυροτεχνήματα/ένα όπλο.
- ⮡ I let off fireworks/a gun.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- let off with something
- let off steam
- let (someone) off the hook
- let (someone) off the leash
- let one off
Πηγές
επεξεργασία- let off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω