lernigo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lernigo | lernigoj |
αιτιατική | lernigon | lernigojn |
lernigo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lernigo | lernigoj |
αιτιατική | lernigon | lernigojn |
lernigo (eo)