leporlipo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leporlipo | leporlipoj |
αιτιατική | leporlipon | leporlipojn |
leporlipo (eo)
- (ιατρική) η λαγωχειλία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leporlipo | leporlipoj |
αιτιατική | leporlipon | leporlipojn |
leporlipo (eo)