leniently
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | leniently |
συγκριτικός | more leniently |
υπερθετικός | most leniently |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαleniently (en)
- επιεικώς, με επιείκεια
- ⮡ She judges leniently.
- Κρίνει επιεικώς.
- ⮡ My teacher grades leniently.
- Ο καθηγητής μου βαθμολογεί με επιείκεια.
- ⮡ She judges leniently.