leksikografio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- leksikografio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leksikografio | leksikografioj |
αιτιατική | leksikografion | leksikografiojn |
leksikografio (eo)