legitima
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | legitima | legitimaj |
αιτιατική | legitiman | legitimajn |
legitima (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | legitima | legitimaj |
αιτιατική | legitiman | legitimajn |
legitima (eo)