ledsako
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ledsako | ledsakoj |
αιτιατική | ledsakon | ledsakojn |
ledsako (eo)
- το τσαντάκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ledsako | ledsakoj |
αιτιατική | ledsakon | ledsakojn |
ledsako (eo)