ενεστώτας lean on
γ΄ ενικό ενεστώτα leans on
αόριστος leaned on
παθητική μετοχή leaned on
ενεργητική μετοχή leaning on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
lean on < → δείτε τις λέξεις lean και on

lean on (en)

  • ακουμπάω, στηρίζομαι στην προστασία κάποιου
    ⮡  We got through hard times leaning on one another.
    Περάσαμε τις δύσκολες στιγμές ακουμπώντας ο ένας στον άλλο.