latin
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlatin (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlatin (en)
- λατινικά (η λατινική γλώσσα)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | latin | latins |
θηλυκό | latine | latines |
latin (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlatin (fr) αρσενικό