larvo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- larvo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | larvo | larvoj |
αιτιατική | larvon | larvojn |
larvo (eo)
- (εντομολογία) η προνύμφη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | larvo | larvoj |
αιτιατική | larvon | larvojn |
larvo (eo)