Ετυμολογία

επεξεργασία
larghezza < largo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
larghezza larghezze

larghezza (it)

  1. πλάτος
  2. το πλάτος ενός δρόμου
  3. (μεταφορικά) αφθονία, πλούτος
  4. (μεταφορικά) η ευρύτητα πνεύματος