larghezza
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- larghezza < largo
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
larghezza | larghezze |
larghezza (it)
- πλάτος
- το πλάτος ενός δρόμου
- (μεταφορικά) αφθονία, πλούτος
- (μεταφορικά) η ευρύτητα πνεύματος
ενικός | πληθυντικός |
larghezza | larghezze |
larghezza (it)