ενικός         πληθυντικός  
lansquenet lansquenets

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lansquenet (fr) αρσενικό

  1. μισθοφόρος οπλίτης των αρχαίων γερμανικών στρατιών
  2. είδος τραπουλόχαρτου