lano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- lano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lano | lanoj |
αιτιατική | lanon | lanojn |
lano (eo)
- το μαλλί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lano | lanoj |
αιτιατική | lanon | lanojn |
lano (eo)