landlord
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
landlord | landlords |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlandlord (en)
- ο νοικοκύρης, ο σπιτονοικοκύρης, ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου που το ενοικιάζει σε άλλον
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 589. ISBN 9780194325684., λήμμα: νοικοκύρης