laktuko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- laktuko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laktuko | laktukoj |
αιτιατική | laktukon | laktukojn |
laktuko (eo)
- το μαρούλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laktuko | laktukoj |
αιτιατική | laktukon | laktukojn |
laktuko (eo)