lako
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- lako < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lako | lakoj |
αιτιατική | lakon | lakojn |
lako (eo)
- το λούστρο
Σερβικά (sr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlako (sr)
- λατινική γραφή του лако