labour market
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
labour market | labour markets |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαlabour market (en)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- labour market στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
labour market | labour markets |
labour market (en)