labormemoro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | labormemoro | labormemoroj |
αιτιατική | labormemoron | labormemorojn |
labormemoro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | labormemoro | labormemoroj |
αιτιατική | labormemoron | labormemorojn |
labormemoro (eo)