labelled
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlabelled (en)
- (βρετανική γραφή)
- που έχει ετικέτα
- που ορίζεται, που περιγράφεται ως κάτι
- (χημεία) αντικατεστημένος με ραδιενεργό ισότοπο
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαlabelled (en)
labelled (en)
labelled (en)