kvardeka
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kvardeka | kvardekaj |
αιτιατική | kvardekan | kvardekajn |
kvardeka (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kvardeka | kvardekaj |
αιτιατική | kvardekan | kvardekajn |
kvardeka (eo)