kusenveturilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kusenveturilo | kusenveturiloj |
αιτιατική | kusenveturilon | kusenveturilojn |
kusenveturilo (eo)
- αερόστρωμνο όχημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kusenveturilo | kusenveturiloj |
αιτιατική | kusenveturilon | kusenveturilojn |
kusenveturilo (eo)