Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kurs/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

kurs (pl) αρσενικό

  1. κύκλος μαθημάτων σε συγκεκριμένο αντικείμενο, μαθήματα
    wziął kurs angielskiego - πήρε μαθήματα Αγγλικών
    wziął kurs na prawo jazdy - πήρε μαθήματα οδήγησης
     συνώνυμα:
    szkolenie
  2. (ναυτιλία) πορεία
     συνώνυμα:
    kierunek
  3. (οικονομία) ισοτιμία