Ετυμολογία

επεξεργασία
szkolenie < szkolić < ρωσική школить[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

szkolenie (pl) ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Witold Doroszewski, επιμ. (1980). Słownik poprawnej polszczyzny PWN. Βαρσοβία: Polskie Wydawnictwo Naukowe. ISBN 83-01-03811-X.