kurkonkurso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kurkonkurso | kurkonkursoj |
αιτιατική | kurkonkurson | kurkonkursojn |
kurkonkurso (eo)
- το διαγώνισμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kurkonkurso | kurkonkursoj |
αιτιατική | kurkonkurson | kurkonkursojn |
kurkonkurso (eo)