kupono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kupono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kupono | kuponoj |
αιτιατική | kuponon | kuponojn |
kupono (eo)
- το κουπόνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kupono | kuponoj |
αιτιατική | kuponon | kuponojn |
kupono (eo)