krucifikso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- krucifikso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krucifikso | krucifiksoj |
αιτιατική | krucifikson | krucifiksojn |
krucifikso (eo)
- η σταύρωση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krucifikso | krucifiksoj |
αιτιατική | krucifikson | krucifiksojn |
krucifikso (eo)