kromsalajro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kromsalajro | kromsalajroj |
αιτιατική | kromsalajron | kromsalajrojn |
kromsalajro (eo)
- η αποζημίωση
- το επίδομα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kromsalajro | kromsalajroj |
αιτιατική | kromsalajron | kromsalajrojn |
kromsalajro (eo)